χονδρογενής

χονδρογενής
ης, ες анат. хрящевой, образовавшийся из хряща;

χονδρογενή οστά — хрящевые кости


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χονδρογενής" в других словарях:

  • χονδρογενής — ές, Ν (για οστό) αυτός που προκύπτει από χόνδρινο πρόπλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. οστεο γενής] …   Dictionary of Greek

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»